μισθοποιούμαι

μισθοποιούμαι
μισθοποιοῡμαι, -έομαι (Α, Μ μισθοποιῶ, -έω)
μσν.
μισθοδοτώ, παρέχω μισθό
αρχ.
(το μέσ.) εισπράττω μίσθωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μισθοποιός (< μισθός + -ποιός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μισθοποιία — μισθοποιΐα, ἡ (Μ) [μισθοποιούμαι] μισθοδοσία …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”